επιβοηθώ

επιβοηθώ
(AM ἐπιβοηθῶ, -έω)
νεοελλ.
βοηθώ επί πλέον
αρχ.
1. βοηθώ
2. στέλνω ή έρχομαι για βοήθεια εναντίον κάποιου (ὅπως οἱ Ἀθηναῑοι... ταῑς ναυσίν... ἐπιβοηθήσωσιν», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιβοηθώ — επιβοήθησα, μτβ. και αμτβ., βοηθώ πρόσθετα, προσφέρω πρόσθετη βοήθεια, συμβάλλω στο να βοηθηθεί κάποιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιβοηθητικός — ή, ό αυτός που παρέχει πρόσθετη βοήθεια («επιβοηθητικά μέσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβοηθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Χρ. Βάφα] …   Dictionary of Greek

  • παρεπιβοηθώ — έω, Α [επιβοηθώ] βοηθώ κάποιον από κοντινή απόσταση …   Dictionary of Greek

  • προσεπιβοηθώ — έω, Α [ἐπιβοηθῶ] έρχομαι κι εγώ σε βοήθεια κάποιου …   Dictionary of Greek

  • συνεπιβοηθώ — έω, ΜΑ [ἐπιβοηθῶ] έρχομαι μαζί για βοήθεια κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”